ἰνωδῶν

ἰνωδῶν
ἰ̱νωδῶν , ἰνώδης
fibrous
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυοκάρδιο — (Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… …   Dictionary of Greek

  • νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… …   Dictionary of Greek

  • πολφός — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. πολτώδης ουσία που καταλαμβάνει την κεντρική κοιλότητα τού δοντιού, συνδέοντας μέσω τής πολφικής κοιλότητας τής ρίζας του το εσωτερικό τού δοντιού με την επιφάνειά του 2. το παρέγχυμα τής σπλήνας, πολτώδης και μαλακή ουσία που… …   Dictionary of Greek

  • σκληρυντικός — ή, ό / σκληρυντικός, ή, όν, ΝΑ [σκληρύνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση νεοελλ. ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών… …   Dictionary of Greek

  • σκληρώδης — ες / σκληρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σκληρός] αυτός που έχει σκληρή υφή, σκληρή σύσταση, σκληρός νεοελλ. φρ. «σκληρώδης ιστός» ιστός που υπέστη σκλήρυνση λόγω παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων μσν. πεισματάρης …   Dictionary of Greek

  • ινωμάτωση — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ινωδών όγκων σε πολλά σημεία ενός οργάνου του σώματος, ενώ ταυτόχρονα ατροφεί το παρέγχυμα. Περισσότερο συνηθισμένες είναι οι ι. του δέρματος και της μήτρας …   Dictionary of Greek

  • συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • σχιστόλιθοι — Κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, που έχουν προέλθει από τη μεταμόρφωση άλλων πετρωμάτων, είτε εκρηξιγενών (ορθο σχιστόλιθοι), είτε ιζηματογενών (παρασχιστόλιθοι). Κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σ. είναι η σχιστότητα, η παράλληλη δηλαδή διάταξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”